πτόηση

πτόηση
[-ις (-εως)] η запугивание, устрашение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πτόηση" в других словарях:

  • πτόηση — η, / πτόησις, ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [πτοῶ / πτοιῶ] το αποτέλεσμα τού πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα …   Dictionary of Greek

  • πτοήσῃ — πτοήσηι , πτόησις vehement emotion fem dat sg (epic) πτοέω terrify aor subj mid 2nd sg πτοέω terrify aor subj act 3rd sg πτοέω terrify fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοία — και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [πτοῶ / πτοιῶ] 1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ. β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πτοίησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. πτόηση …   Dictionary of Greek

  • πτυρμός — ὁ, Μ [πτύρομαι] πτόηση, εκφόβηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»